- σαροννύω
- σαροννύω, prob. late form of σαρόω,A sweep,
φύλλα PLond.1.131r
. 385, al. (i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φύλλα PLond.1.131r
. 385, al. (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαροννύω — Α βλ. σαρώνω … Dictionary of Greek
σαρώνω — σαρῶ, όω, ΝΑ, και σαροννύω Α 1. σκουπίζω, καθαρίζω το έδαφος ή το δάπεδο («οἶκος σεσαρωμένος», ΚΔ) 2. μτφ. παρασύρω, καταστρέφω, εξαφανίζω («ο τυφώνας σάρωσε τα πάντα») νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) διενεργώ σάρωση 2. μτφ. συγκεντρώνω («σάρωσε όλα τα… … Dictionary of Greek